καλοκέφαλος

καλοκέφαλος
-η, -ο
συνετός, νουνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ξερο-κέφαλος, στενο-κέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλοκέφαλος — η, ο γνωστικός, συνετός: Ο πατέρας σου είναι καλοκέφαλος και θα καταλάβει το πρόβλημά σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”